βρυχός
Look at other dictionaries:
βρύχος — το [βρυχιέμαι] 1. βρυχηθμός, βοή, θόρυβος 2. θρήνος, οδυρμός … Dictionary of Greek
μεγαλόβρυχος — μεγαλόβρυχος, ον (Α) αυτός που βρυχάται δυνατά («μεγαλοβρύχοιο λέοντος», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βρυχος (< βρυχῶμαι), πρβλ. ερί βρυχος] … Dictionary of Greek
βρυχάζω — και βρυχιούμαι 1. θρηνώ 2. μηρυκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (διαλεκτικό) βρύχος «θρήνος» < βρυχιέμαι*] … Dictionary of Greek
ερίβρυχος — ἐρίβρυχος, ον (Α) 1. αυτός που βρυχάται ισχυρά, ο εριβρύχης («ἐρίβρυχοί τε λέαιναι», Οππ.) 2. (για ήχο ή για σάλπιγγα) αυτός που ηχεί ισχυρά, που έχει βαθύ ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βρυχος (< βρύχομαι)] … Dictionary of Greek